αχτύπητος

αχτύπητος
η , ο
1) небитый;

αχτύπητο χταπόδι ( — ещё) не отбитый осьминог (выловленного осьминога бьют об камень, чтобы мясо было мягче);

2) не раненный; не подбитый;
3) не могущий быть подбитым, недосягаемый (о дикой птице); 4) не сбитый (о молоке); 5) не подвергшийся резкой критике, санкциям; 6) не поражённый (болезнью);

αχτύπητ από τη γρίππη — не заболевший гриппом;

§ δεν άφησε πόρτα αχτύπητη — он стучался во все двери, у всех попросил, никого не пропустил;

αχτύπητη καμπάνα — колокола, в которые не ударяли


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αχτύπητος" в других словарях:

  • αχτύπητος — η, ο 1. αυτός που δε χτυπήθηκε: Το χταπόδι ήταν αχτύπητο. 2. ασυναγώνιστος, αξεπέραστος: Αυτός ο αθλητής είναι αχτύπητος. 3. εκείνος που δε ζητήθηκε να ανοίξει: Δεν άφησε πόρτα αχτύπητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Ena Exypno Exypno Moutro — Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο Directed by Andreas Andreakaki Written by Giannis Dalianidis Nikos Tsiforos Starring Vassilis Avlonitis Kostas Voutsas Nikos Rizos Nini J …   Wikipedia

  • άδαρτος — η, ο (Α ἄδαρτος, ον) αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος νεοελλ. αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν… …   Dictionary of Greek

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • ακτύπητος — η, ο βλ. αχτύπητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»